αλπινιστής

αλπινιστής
ο (θηλ. -ίστρια)
1. αυτός που επιδίδεται στον αλπινισμό, ο ορειβάτης
2. στη στρατιωτική γλώσσα στον πληθυντικό αλπινιστές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά τού γαλλ. alpiniste].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αλπινιστής — ο θηλ. ίστρια ορειβάτης: Ο ιταλικός στρατός έχει σώμα αλπινιστών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλπαναβάτης — ο αυτός που ανεβαίνει στις Άλπεις, αλπινιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < Άλπεις + αναβάτης] …   Dictionary of Greek

  • ορειβάτης — ο, θηλ. ορειβάτις και ορειβάτισσα (ΑΜ ὀρειβάτης, Α και ὀρειβάτης και ὀρεοβάτης και ὀριβάτης καί ὀρεσσιβάτης, ποιητ. τ. οὐριβάτας, Μ θηλ. ὀρειβάτις, ιδος) νεοελλ. αυτός που επιδίδεται στην ορειβασία, αλπινιστής μσν. αρχ. αυτός που περιπλανιέται… …   Dictionary of Greek

  • Πάγερ, Γιούλιους φον- — (Payer, Σέναου, Βοημία [σημερινό Τέπλιτσε Σάνοφ] 1842 – Φέλντες [σημερινό Μπλεντ] Καρνιόλη 1915). Aυστριακός εξερευνητής. Μανιώδης αλπινιστής, επιχείρησε πολλές αναβάσεις (όπως στην κορυφή του Ανταμέλο το 1864 κ.α.). Ως αξιωματικός του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”